- ἔμφλοξ
- ἔμφλοξ, ογος, ὁ, ἡ,A with fire in it,
πέτρος AP6.5
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτρος AP6.5
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμφλοξ — ἔμφλοξ, ο (Α) αυτός που έχει φλόγα, αυτός που καίει, ο αναμμένος … Dictionary of Greek
ἔμφλογα — ἔμφλοξ with fire in it masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφλογι — ἔμφλοξ with fire in it masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)